- νύχευμα
- νῠχ-ευμα, ατος, τό,A nightly watch, ποῦ νυχευμάτων χάρις; E.Supp.1136 (lyr., dub. l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νύχευμα — νύχευμα, τὸ (Α) [νυχεύω] διανυκτέρευση, αγρύπνια … Dictionary of Greek
νυχ<ε>ία — νυχ<ε>ία, ἡ (Α) [νυχεύω] (κατά τον Ησύχ.) «νύχευμα» … Dictionary of Greek